- δηκτικός
- -ή, -ό (AM δηκτικός, -ή, -όν) [δήκτης]1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικόςγένος ακρίδωναρχ.1. ο οξύς, ο ερεθιστικός, ο δριμύς («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», Λουκιαν.)2. το ουδ. ως ουσ. το δηκτικόνη δηκτικότητα, το να προκαλεί κανείς πόνο ή ερεθισμό.
Dictionary of Greek. 2013.